- τετράδυμος
- -η, -ο / τετράδυμος, -ον, Ααυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμοανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα τής καλύπτρας τού μεσεγκεφάλου που βρίσκονται πάνω και πίσω από τον υδραγωγό τού Σύλβιους2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράδυματέσσερα παιδιά που προέρχονται από μία κύηση3. φρ. «τετράδυμη κύηση» — κύηση στην οποία υπάρχουν τέσσερα παιδιάαρχ.(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα σύνολο) ο τέσσερεις φορές όμοιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + δυμος (< θ. τού δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. πεντά-δυμος].
Dictionary of Greek. 2013.